-
1 маслина
-
2 олива
олива ж (дерево) η ελιά, το ελαιόδεντρο, το λιόδεντρο* * *ж( дерево) η ελιά, το ελαιόδεντρο, το λιόδεντρο -
3 дерево
1. (растение) το δένδρο/δέντρο-, предназначенное к рубке - προς κοπήνжелезное - см. бакаутлиственное{}листопадное{} - φυλλοφόρο -низкорослое - θαμνώδους μορφής, νανώδες -оливковое - το ελαιόδεντρο, η ελιάсандаловое{}санталовое{} - см. сандалтутовое - см. шелковица2. (древесина) το ξύλο, η ξυλείαкрасильное - βαφής (χρησιμοποιούμενο λόγω των ιδιοτήτων του ως ύλη χρωματισμού)3. анат. (бронхиальное) το βρογχικό δένδρο 4. (родословное) το γενεαλογικό δένδρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дерево
-
4 маслина
1. (плод) η ελαία, η ελιά 2. (де-рево) η ελαίατο ελαιόδεντροτο (ε)λιόδέντρο, η ελιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маслина
-
5 маслина
-ы θ.ελιά, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός, ελαιόκαρπος. -
6 олива
-ы θ.ελιά, ελαια, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός•дикая олива η αγριελιά•
уро-жш олив ελαιοπαραγωγή•
сбор олив ελαιο-συγκομιδή, λιομάζωμα.
-
7 оливковый
επ.1. της ελιάς, ελαΐκός, ελαιώδης•-ая роща ελαιώνας, ελαιοτόπι, λιοτό-πι•
-ая косточка ελαιοπυρήνας•оливковыйое масло ελαιόλαδο•
-ая ветвь κλάδος ελιάς (σύμβολο ειρήνης).
2. ελαιόχρωμος, λαδής, χρώματος λαδί•материя -ого цвета ύφασμα λαδί.
εκφρ.- ое дерево – το ελαιόδεντρο, η ελιά.
См. также в других словарях:
ελαιόδεντρο — ελαιόδεντρο, το και λιόδεντρο, το το δέντρο ελιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
Ετιέν ή Εστιέν — (Etienne). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων τυπογράφων, βιβλιοπωλών και λογίων. 1. Ερρίκος A’ (περ. 1470 – 1520). Ο γενάρχης της οικογένειας. Άρχισε την εκτύπωση βιβλίων στο Παρίσι το 1502 και υπήρξε ο πρώτος που χρησιμοποίησε το εκδοτικό σήμα που… … Dictionary of Greek
ελιά — η 1. αειθαλές καρποφόρο δέντρο, που παράγει μικρούς αβγοειδείς σαρκώδεις καρπούς με ξυλώδες κουκούτσι, ελαιόδεντρο, λιόδεντρο. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, ο ελαιόκαρπος. 3. μτφ., καστανή ή μαύρη κηλίδα του δέρματος, που εξέχει ή όχι από την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)