Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το ελαιόδεντρο

См. также в других словарях:

  • ελαιόδεντρο — ελαιόδεντρο, το και λιόδεντρο, το το δέντρο ελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • Ετιέν ή Εστιέν — (Etienne). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων τυπογράφων, βιβλιοπωλών και λογίων. 1. Ερρίκος A’ (περ. 1470 – 1520). Ο γενάρχης της οικογένειας. Άρχισε την εκτύπωση βιβλίων στο Παρίσι το 1502 και υπήρξε ο πρώτος που χρησιμοποίησε το εκδοτικό σήμα που… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — η 1. αειθαλές καρποφόρο δέντρο, που παράγει μικρούς αβγοειδείς σαρκώδεις καρπούς με ξυλώδες κουκούτσι, ελαιόδεντρο, λιόδεντρο. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, ο ελαιόκαρπος. 3. μτφ., καστανή ή μαύρη κηλίδα του δέρματος, που εξέχει ή όχι από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»